- κρούσασαι
- κρούσᾱσαι , κρούωstrikeaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροζυγία — η (ΑΜ ἑτεροζυγία) [ετερόζυγος] (κυρίως για πλάστιγγες) η κλίση, η ροπή προς το ένα από τα δύο μέρη (α. «κρούσασαι [αἱ πλάστιγγες] ἀνὰ μέρος ἑκατέρα κατὰ τὴν ἑτεροζυγίαν» β. «ἑτεροζυγία τῆς διανοίας») … Dictionary of Greek